ἐτασμῶν

ἐτασμῶν
ἐτασμός
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ετασμός — ἐτασμός, ό (ΑΜ, Μ και ἐταγμός) [ετάζω] 1. εξέταση, διερεύνηση 2. κρίση, δοκιμασία («Κύριος δὲ μόνος καινὸν τρόπον ἔχει ἐτασμῶν, ἐτάζων γάρ ἐστι καρδίας») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”